Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Cannula
01
κανούλα, καθετήρας
a small tube inserted into a vein or body cavity, often for the delivery or removal of fluid
Λεξικό Δέντρο
cannulate
cannulize
cannula
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
κανούλα, καθετήρας
Λεξικό Δέντρο