Administrate
volume
British pronunciation/ɐdmˈɪnɪstɹˌe‍ɪt/
American pronunciation/ædˈmɪnɪˌstɹeɪt/

Ορισμός και Σημασία του "administrate"

to administrate
01

work in an administrative capacity; supervise or be in charge of

to administrate definition and meaning
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store