calcification
cal
ˌkæl
καιλ
ci
σι
fi
φι
ca
ˈkeɪ
κει
tion
ʃən
σαν
British pronunciation
/kˌælsɪfɪkˈe‍ɪʃən/

Ορισμός και σημασία του "calcification"στα αγγλικά

01

ασβεστοποίηση, η διαδικασία της ασβεστοποίησης

the process where calcium or calcium salts accumulate in a tissue, making it hard and rigid
example
Παραδείγματα
The calcification of bones is essential for maintaining their strength and structure.
Η ασβεστοποίηση των οστών είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της αντοχής και της δομής τους.
Over time, calcification can occur in the arteries, leading to atherosclerosis.
Με το πέρασμα του χρόνου, μπορεί να συμβεί ασβεστοποίηση στις αρτηρίες, οδηγώντας στην αθηροσκλήρωση.
02

ασβεστοποίηση, σκλήρυνση ιστών λόγω εναπόθεσης αλάτων ασβέστου

tissue hardened by deposition of lime salts
03

ασβεστοποίηση, ακαμψία

an inflexible and unchanging state
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store