Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Calamity
01
συμφορά, καταστροφή
an event causing great and often sudden damage, distress, or destruction
Παραδείγματα
The earthquake was a calamity that devastated the entire city, leaving buildings in ruins.
Ο σεισμός ήταν μια καταστροφή που κατέστρεψε ολόκληρη την πόλη, αφήνοντας τα κτίρια σε ερείπια.
A series of hurricanes brought calamity to the coastal communities, causing widespread flooding and destruction.
Μια σειρά από τυφώνες έφερε καταστροφή στις παράκτιες κοινότητες, προκαλώντας εκτεταμένες πλημμύρες και καταστροφές.



























