Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
cacophonous
01
κακοφωνικός, παράφωνος
having a harsh, unpleasant, and jarring sound
Παραδείγματα
The construction site was cacophonous with the noise of machinery and hammering.
Ο εργοτάξιος ήταν κακοφωνικός με τον θόρυβο των μηχανημάτων και των σφυριών.
During rush hour, the city streets became cacophonous with the honking of horns.
Κατά τις ώρες αιχμής, οι δρόμοι της πόλης έγιναν κακοφωνικοί από τους ήχους των κόρνων.
Λεξικό Δέντρο
cacophonous
cacophon



























