Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Busker
01
δρομικός μουσικός, δρομικός καλλιτέχνης
a person who performs music in a public place asking the passers-by for money
Dialect
British
Λεξικό Δέντρο
busker
busk
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
δρομικός μουσικός, δρομικός καλλιτέχνης
Λεξικό Δέντρο