Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Businesswoman
01
επιχειρηματίας, γυναίκα επιχειρηματίας
a woman who does business activities like running a company or participating in trade
Παραδείγματα
Being a business woman and a mother is not easy, but she handles it with grace.
Το να είσαι επιχειρηματίας και μητέρα δεν είναι εύκολο, αλλά το χειρίζεται με χάρη.
Despite her success, the businesswoman remains humble and grounded.
Παρά την επιτυχία της, η επιχειρηματίας παραμένει ταπεινή και με τα πόδια στη γη.
Λεξικό Δέντρο
businesswoman
business
woman



























