LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Buss
/bʌs/
/bʌs/
Noun (1)
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "buss"
Buss
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
φίλημα
the act of caressing with the lips (or an instance thereof)
kiss
osculation
to buss
ΡΉΜΑ
01
Το να φιλάς κάποιον στοργικά
to kiss briefly and affectionately
kiss
osculate
snog
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App