Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Broody
01
κότα που κλωσσάει, κότα που κάθεται στα αυγά της για να τα εκκολάψει
a hen that sits on her eggs with the intention of hatching them
broody
01
κλωσσούχα, έτοιμη να κλωσσήσει
physiologically ready to incubate eggs
02
σκεπτικός, διαλογιστικός
deeply or seriously thoughtful



























