Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
broke
01
απένταρος, χωρίς δεκάρα
having little or no financial resources
Παραδείγματα
I 'm broke until payday.
Είμαι απένταρος μέχρι την ημέρα πληρωμής.
She 's broke after buying that expensive laptop.
Είναι απένταρη αφού αγόρασε αυτό το ακριβό λάπτοπ.



























