Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to breeze through
[phrase form: breeze]
01
περνάω εύκολα, πετυχαίνω χωρίς προσπάθεια
to do or achieve something easily
Παραδείγματα
She 's so well-prepared that she can breeze through difficult exams.
Είναι τόσο καλά προετοιμασμένη που μπορεί να περάσει εύκολα δύσκολες εξετάσεις.
With his experience, he can breeze through complex programming tasks.
Με την εμπειρία του, μπορεί να ξεπεράσει εύκολα πολύπλοκες εργασίες προγραμματισμού.



























