Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
flavored
01
αρωματισμένος, γευστικός
(of a food or drink) enhanced with added taste, such as fruit, spice or sweetener, beyond its natural flavor
Παραδείγματα
The store sells flavored milk in chocolate and strawberry.
Το κατάστημα πουλά αρωματισμένο γάλα σε σοκολάτα και φράουλα.
He always buys flavored sparkling water instead of plain.
Αγοράζει πάντα αρωματισμένο ανθρακούχο νερό αντί για απλό.
Λεξικό Δέντρο
nonflavored
unflavored
flavored
flavor



























