Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Notice period
01
περίοδος ειδοποίησης, διάστημα ειδοποίησης
the amount of time an employee must give notice to their employer before leaving a job
Παραδείγματα
During her notice period, she helped train her replacement.
Κατά τη διάρκεια της περιόδου ειδοποίησης, βοήθησε στην εκπαίδευση του αντικαταστάτη της.
She gave her employer a one-month notice period before resigning.
Έδωσε στον εργοδότη της μια περίοδο ειδοποίησης ενός μήνα πριν από την παραίτησή της.



























