Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
voluntary sector
/vˈɑːləntɚɹi sˈɛktɚ/
/vˈɒləntəɹi sˈɛktə/
Voluntary sector
01
εθελοντικός τομέας, τομέας εθελοντισμού
organizations and activities carried out by individuals or groups working to help others without aiming for profit
Παραδείγματα
Many charities operate within the voluntary sector to support those in need.
Πολλοί φιλανθρωπικοί οργανισμοί λειτουργούν στον εθελοντικό τομέα για να υποστηρίξουν όσους βρίσκονται σε ανάγκη.
The voluntary sector plays a key role in addressing social issues like poverty and education.
Ο εθελοντικός τομέας παίζει καθοριστικό ρόλο στην αντιμετώπιση κοινωνικών ζητημάτων όπως η φτώχεια και η εκπαίδευση.



























