Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
washing-up liquid
/wˈɑːʃɪŋˌʌp lˈɪkwɪd/
/wˈɒʃɪŋˌʌp lˈɪkwɪd/
Washing-up liquid
01
υγρό πιάτων, απορρυπαντικό πιάτων
the thick, pourable soap used for cleaning dishes
Dialect
British
Παραδείγματα
I ran out of washing-up liquid, so I ca n't clean the dishes.
Μου τελείωσε το υγρό πιάτων, οπότε δεν μπορώ να πλύνω τα πιάτα.
She added a little more washing-up liquid to the sponge.
Πρόσθεσε λίγο περισσότερο υγρό πιάτων στο σφουγγάρι.



























