Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Washroom
01
τουαλέτα, αποχωρητήριο
a lavatory (particularly a lavatory in a public place)
Λεξικό Δέντρο
washroom
wash
room
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
τουαλέτα, αποχωρητήριο
Λεξικό Δέντρο
wash
room