Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to go across
[phrase form: go]
01
περνώ, γίνομαι κατανοητός
to be understood or accepted by others
Παραδείγματα
His joke did n’t go across as he had hoped.
Το αστείο του δεν έγινε κατανοητό όπως ήλπιζε.
The speech went across very well with the audience.
Η ομιλία δέχτηκε πολύ καλά από το κοινό.



























