Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
begone
01
φύγε, εξαφανίσου
used to tell someone or something to leave immediately
Παραδείγματα
Begone from my court at once!
Φύγε από την αυλή μου αμέσως!
" Begone! " the knight commanded. " Lest you suffer the wrath of the king! "
Φύγε! διέταξε ο ιππότης. «Εκτός αν θέλεις να υποστείς την οργή του βασιλιά!»



























