Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Aisle seat
01
θέση στο διάδρομο
a seat located beside the passage in a vehicle or theater
Παραδείγματα
I prefer the aisle seat on airplanes because it allows me to stretch my legs during long flights.
Προτιμώ την θέση στο διάδρομο στα αεροπλάνα γιατί μου επιτρέπει να τεντώσω τα πόδια μου κατά τη διάρκεια μακρών πτήσεων.
When going to the cinema, I always request an aisle seat for easy access in case I need to leave the room.
Όταν πηγαίνω στον κινηματογράφο, ζητάω πάντα μια θέση στο διάδρομο για εύκολη πρόσβαση σε περίπτωση που χρειαστεί να φύγω από την αίθουσα.



























