Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
undivided highway
/ʌndɪvˈaɪdᵻd hˈaɪweɪ/
/ʌndɪvˈaɪdɪd hˈaɪweɪ/
Undivided highway
01
αδιαίρετος δρόμος, δρόμος χωρίς κεντρικό διαχωριστικό
a road where traffic in both directions shares the same lanes without a physical barrier between them
Παραδείγματα
The driver must be cautious on an undivided highway because there is no barrier to separate oncoming traffic.
Ο οδηγός πρέπει να είναι προσεκτικός σε έναν αδιαίρετο αυτοκινητόδρομο επειδή δεν υπάρχει εμπόδιο για να διαχωρίσει την αντίθετη κυκλοφορία.
Accidents are more likely to happen on an undivided highway due to the lack of separation between lanes.
Τα ατυχήματα είναι πιο πιθανό να συμβούν σε έναν αδιαίρετο αυτοκινητόδρομο λόγω της έλλειψης διαχωρισμού μεταξύ των λωρίδων.



























