Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Distracted driving
01
αποσπασμένη οδήγηση, οδήγηση με απόσπαση της προσοχής
the act of operating a vehicle while being unfocused due to other activities or stimuli
Παραδείγματα
Distracted driving, such as texting while behind the wheel, poses significant risks to road safety.
Η αποσπασμένη οδήγηση, όπως η αποστολή μηνυμάτων ενώ οδηγείτε, θέτει σημαντικούς κινδύνους για την ασφάλεια στον δρόμο.
Eating while driving can lead to distracted driving and increase the likelihood of accidents.
Το φαγητό ενώ οδηγείτε μπορεί να οδηγήσει σε αποσπασμένη οδήγηση και να αυξήσει την πιθανότητα ατυχημάτων.



























