Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Mudflap
01
φτερό λάσπης, προστατευτικό λάσπης
a piece of rubber or plastic that hangs behind the wheels of a vehicle to prevent mud and water from splashing onto other vehicles or pedestrians
Παραδείγματα
The truck had big mudflaps that kept the road clean by stopping mud from flying up.
Το φορτηγό είχε μεγάλα φτερά που κρατούσαν το δρόμο καθαρό αποτρέποντας τη λάσπη να πετάξει.
She noticed her bicycle did n't have mudflaps, so her back got dirty after riding through a puddle.
Παρατήρησε ότι το ποδήλατό της δεν είχε φτερά, οπότε η πλάτη της βρόντισε αφού πέρασε από μια λακκούβα.
Λεξικό Δέντρο
mudflap
mud
flap



























