LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Mudflat
/mˈʌdflæt/
/mˈʌdflæt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "mudflat"
Mudflat
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
λασπότοπος
a coastal wetland area that is covered by mud or silt at low tide and exposed at high tide
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App