Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Spiked shoe
01
παπούτσι με καρφιά, παπούτσι με αιχμές
a type of footwear designed for sports or activities, typically with metal or plastic spikes on the sole for better grip
Παραδείγματα
He slipped on his spiked shoes before heading out for a morning jog.
Φόρεσε τα παπούτσια με καρφιά πριν βγει για το πρωινό τρέξιμο.
She purchased a pair of spiked shoes for hiking in rugged terrain.
Αγόρασε ένα ζευγάρι παπούτσια με καρφιά για πεζοπορία σε ανώμαλο έδαφος.



























