Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
para athlete
/pˈæɹə ˈæθliːt/
/pˈaɹəɹ ˈaθliːt/
Para athlete
01
παραολυμπιακός αθλητής, αθλητής με αναπηρία
an athlete with a disability who competes in sports, often in events specifically designed for athletes with impairments
Παραδείγματα
She became a para athlete after a car accident left her with a spinal cord injury.
Έγινε αθλήτρια παραολυμπιακών αγώνων μετά από ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα που της προκάλεσε τραυματισμό στη σπονδυλική στήλη.
The para athlete overcame visual impairment to excel in judo at the Paralympic Games.
Ο παραολυμπιονίκης ξεπέρασε την οπτική αναπηρία για να διακριθεί στο τζούντο στους Παραολυμπιακούς Αγώνες.



























