Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
pre-industrial
/pɹˈiːɪndˈʌstɹɪəl/
/pɹˈiːɪndˈʌstɹɪəl/
pre-industrial
01
προβιομηχανικός, πριν από τη βιομηχανική εποχή
relating to the period of time before the widespread adoption of industrial processes and technologies
Παραδείγματα
Life expectancy was generally shorter in pre-industrial societies due to limited access to healthcare and sanitation.
Το προσδόκιμο ζωής ήταν γενικά μικρότερο στις προβιομηχανικές κοινωνίες λόγω περιορισμένης πρόσβασης στην υγειονομική περίθαλψη και τους υγειονομικούς ελέγχους.
Pre-industrial agriculture relied heavily on manual labor and traditional farming techniques.
Η προβιομηχανική γεωργία βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στη χειρωνακτική εργασία και τις παραδοσιακές γεωργικές τεχνικές.



























