Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
molar absorptivity
/mˈoʊlɚɹ ɐbsoːɹptˈɪvɪɾi/
/mˈəʊləɹ ɐbsɔːptˈɪvɪti/
Molar absorptivity
01
μοριακή απορροφητικότητα, μοριακός συντελεστής απορρόφησης
a measure of how strongly a substance absorbs light at a particular wavelength



























