Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Moisturizer
01
ενυδατικό, κρέμα ενυδάτωσης
a substance, such as a balm or cream, which is applied to the skin in order to remedy dryness
Λεξικό Δέντρο
moisturizer
moisturize
moisture
moist
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ενυδατικό, κρέμα ενυδάτωσης
Λεξικό Δέντρο