Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Roadwork
01
τρέξιμο, προπόνηση αντοχής
the long-distance running or jogging done by boxers to build stamina and endurance
Παραδείγματα
He starts his day with roadwork to build endurance.
Ξεκινάει την ημέρα του με roadwork για να χτίσει αντοχή.
Roadwork is essential for improving a boxer's stamina.
Το roadwork είναι απαραίτητο για τη βελτίωση της αντοχής ενός πυγμάχου.
02
εργασίες δρόμου, ανακαίνιση δρόμων
the construction or maintenance activities carried out on roads, highways, or streets
Παραδείγματα
Roadwork on Main Street has caused traffic delays during rush hour.
Οι εργασίες δρόμου στην Κύρια Οδό προκάλεσαν καθυστερήσεις στην κυκλοφορία κατά τις ώρες αιχμής.
The city council announced upcoming roadwork to repair potholes and improve drainage.
Το δημοτικό συμβούλιο ανακοίνωσε επερχόμενες εργασίες οδοποιίας για την επισκευή λακκούβων και τη βελτίωση της αποστράγγισης.
Λεξικό Δέντρο
roadwork
road
work



























