Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Roadside
01
πλευρά του δρόμου, άκρη του δρόμου
the area along the edge of a road
Παραδείγματα
The car stopped at the roadside to let passengers out.
Το αυτοκίνητο σταμάτησε στο στρίμωγμα του δρόμου για να αφήσει τους επιβάτες να κατέβουν.
She picked flowers growing by the roadside.
Μάζεψε λουλούδια που μεγάλωναν στην άκρη του δρόμου.
Λεξικό Δέντρο
roadside
road
side



























