Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Compulsory education
01
υποχρεωτική εκπαίδευση, υποχρεωτική σχολική φοίτηση
laws and regulations requiring children to attend school up to a certain age or grade level, typically with the aim of ensuring that all children receive a basic education
Παραδείγματα
Compulsory education laws in many countries mandate that children attend school from kindergarten through at least the age of 16.
Οι νόμοι για την υποχρεωτική εκπαίδευση σε πολλές χώρες υποχρεώνουν τα παιδιά να φοιτούν στο σχολείο από το νηπιαγωγείο έως τουλάχιστον την ηλικία των 16 ετών.
The introduction of compulsory education in the 19th century was a landmark development in efforts to increase literacy and promote social mobility.
Η εισαγωγή της υποχρεωτικής εκπαίδευσης τον 19ο αιώνα ήταν μια σημαντική εξέλιξη στις προσπάθειες αύξησης του αλφαβητισμού και προώθησης της κοινωνικής κινητικότητας.



























