Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Empty nest
01
άδεια φωλιά, άδειο σπίτι
a stage in a family's life when the children have grown up and left home, leaving the parents living alone
Παραδείγματα
After their youngest child moved out for college, the couple experienced the quiet of an empty nest for the first time in decades.
Αφού το μικρότερο παιδί τους μετακόμισε για το πανεπιστήμιο, το ζευγάρι γνώρισε την ησυχία ενός άδειου σπιτιού για πρώτη φορά σε δεκαετίες.
The empty nest brought a sense of freedom and newfound independence to the parents, who now had more time to pursue their own interests.
Η άδεια φωλιά έφερε μια αίσθηση ελευθερίας και νέας ανεξαρτησίας στους γονείς, οι οποίοι τώρα είχαν περισσότερο χρόνο να ακολουθήσουν τα δικά τους ενδιαφέροντα.



























