Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
oof
01
Ουφ, Ωχ
used to express discomfort, surprise, dismay, or sympathy for someone else's misfortune
Παραδείγματα
Oof, that test was harder than I expected.
Ουφ, αυτό το τεστ ήταν πιο δύσκολο από ό,τι περίμενα.
He dropped his phone in the pool — oof.
Έριξε το τηλέφωνό του στην πισίνα—ωχ.



























