Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
oops
01
Ωπ, Ουπς
used when someone makes a mistake or small blunder
Παραδείγματα
Oops, I accidentally deleted the wrong file.
Ωχ, κατά λάθος διέγραψα το λάθος αρχείο.
Oops, I did n't mean to step on your foot.
Ωπ, δεν ήθελα να πατήσω το πόδι σου.



























