Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
pioneering
01
πρωτοποριακός, καινοτόμος
characterized by being at the forefront of new developments or leading the way in innovation and exploration
Λεξικό Δέντρο
pioneering
pioneer
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
πρωτοποριακός, καινοτόμος
Λεξικό Δέντρο