Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
pious
01
ευσεβής, θρησκευόμενος
having strong faith in a religion and living according to it
Παραδείγματα
The pious man donated a significant portion of his income to support religious causes.
Ο ευσεβής άνδρας δώρισε ένα σημαντικό μέρος των εσόδων του για την υποστήριξη θρησκευτικών σκοπών.
Despite facing challenges, he remained pious and steadfast in his religious beliefs.
Παρά τις προκλήσεις, παρέμεινε ευσεβής και σταθερός στις θρησκευτικές του πεποιθήσεις.
02
εὐσεβής, θρησκευόμενος
(of a wish or hope) sincere and well-intentioned, yet unrealistic or unlikely to be fulfilled
Παραδείγματα
His promise to eliminate poverty was dismissed as a pious hope.
Η υπόσχεσή του να εξαλείψει τη φτώχεια απορρίφθηκε ως ευσεβής ελπίδα.
She clung to the pious belief that the feud would end peacefully.
Κρατήθηκε από την ευσεβή πεποίθηση ότι η έχθρα θα τελείωνε ειρηνικά.
Λεξικό Δέντρο
impious
piously
piousness
pious



























