Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
fluidly
01
ρευστά, ομαλά
in a smooth manner that flows easily
Παραδείγματα
The river water flowed fluidly, meandering through the landscape.
Το νερό του ποταμού έρεε ρευστά, διασχίζοντας το τοπίο.
The water in the fountain bubbled up from the center and flowed fluidly over the edges.
Το νερό στο σιντριβάνι αναβλύστηκε από το κέντρο και κυλούσε ρευστά πάνω από τις άκρες.
Λεξικό Δέντρο
fluidly
fluid



























