Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
consummately
01
τέλεια, με μαεστρία
in a way that shows complete skill, mastery, or perfection in doing something
Παραδείγματα
She consummately performed the difficult piano concerto.
Εκτέλεσε τέλεια το δύσκολο κονσέρτο για πιάνο.
The lawyer argued the case consummately, leaving no doubt in the jury's mind.
Ο δικηγόρος υποστήριξε την υπόθεση αποτελεσματικά, χωρίς να αφήσει καμία αμφιβολία στο μυαλό των ενόρκων.
Λεξικό Δέντρο
consummately
consummate



























