Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
consumptive
01
καταναλωτικός, σπάταλος
characterized by excessive or wasteful use of resources
Παραδείγματα
The old factory was consumptive, using too much energy for minimal output.
Το παλιό εργοστάσιο ήταν καταναλωτικό, χρησιμοποιώντας πάρα πολλή ενέργεια για ελάχιστη παραγωγή.
The consumptive habits of the previous management left the company in debt.
Οι καταναλωτικές συνήθειες της προηγούμενης διοίκησης άφησαν την εταιρεία με χρέη.
02
φθισικός, φυματικός
afflicted with or associated with pulmonary tuberculosis
Consumptive
01
φθισικός, φυματικός
a person with pulmonary tuberculosis
Λεξικό Δέντρο
consumptive
consume



























