Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
all-new
01
ολοκαίνουργιος, εντελώς καινούργιος
completely new and different in every way, with no parts or aspects carried over from previous versions
Παραδείγματα
This year ’s car model is all-new, with upgraded technology and a fresh look.
Το μοντέλο αυτοκινήτου φέτος είναι ολοκαίνουργιο, με αναβαθμισμένη τεχνολογία και φρέσκια εμφάνιση.
The restaurant introduced an all-new menu, featuring dishes inspired by global cuisines.
Το εστιατόριο εισήγαγε ένα εντελώς νέο μενού, με πιάτα εμπνευσμένα από παγκόσμιες κουζίνες.



























