Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
All-rounder
01
πολυτάλαντος, πολυτεχνίτης
a versatile person who is expert at many things
Dialect
British
02
πολύτροπος παίκτης, παίκτης ευρείας δράσης
(cricket) a player skilled in both batting and bowling
Παραδείγματα
She emerged as a promising all-rounder after her exceptional performance in the last series.
Εμφανίστηκε ως μια υποσχόμενη πολύπλευρη παίκτρια μετά την εξαιρετική της απόδοση στην τελευταία σειρά.
The team relies on their all-rounder to contribute significantly in every match.
Η ομάδα βασίζεται στον πολυσύνθετο παίκτη της για να συμβάλει σημαντικά σε κάθε αγώνα.



























