LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Hearing impaired
/hˈiəɹɪŋ ɪmpˈeəd/
/hˈɪɹɪŋ ɪmpˈɛɹd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "hearing impaired"
hearing impaired
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
με προβλήματα ακοής
having a partial or complete loss of hearing
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App