Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
non-identical
01
όχι πανομοιότυπος, διαφορετικός
lacking complete similarity or exactness
Παραδείγματα
The twins were non-identical, having distinct features and personalities.
Τα δίδυμα ήταν μη πανομοιότυπα, με διακριτά χαρακτηριστικά και προσωπικότητες.
The two paintings, while similar in style, were non-identical due to differences in color and composition.
Οι δύο πίνακες, αν και παρόμοιοι σε στυλ, ήταν όχι πανομοιότυποι λόγω διαφορών στο χρώμα και τη σύνθεση.



























