Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
programmable
01
προγραμματίσιμος
capable of being customized or set up to perform specific tasks or operations according to user instructions
Παραδείγματα
The programmable thermostat allows users to set heating and cooling schedules according to their preferences.
Ο προγραμματιζόμενος θερμοστάτης επιτρέπει στους χρήστες να ορίζουν προγράμματα θέρμανσης και ψύξης σύμφωνα με τις προτιμήσεις τους.
The robotic arm is programmable to perform precise movements for manufacturing processes.
Ο ρομποτικός βραχίονας είναι προγραμματιζόμενος για να εκτελεί ακριβείς κινήσεις για διαδικασίες παραγωγής.
Λεξικό Δέντρο
programmable
program



























