Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Bowsprit
01
πρόβολος, αιχμή πλώρης
a pole that sticks out from the front of a sailboat, used to support the front sails
Παραδείγματα
During the race, the crew used the bowsprit to hold larger sails.
Κατά τη διάρκεια του αγώνα, το πλήρωμα χρησιμοποίησε το βοσπόρι για να κρατήσει μεγαλύτερα πανιά.
At the dock, the captain checked the bowsprit for any damage.
Στο μολύβι, ο καπετάνιος έλεγξε το βοσπόρι για τυχόν ζημιές.
Λεξικό Δέντρο
bowsprit
bow
sprit



























