Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Indefinite adjective
01
αόριστο επίθετο, μη συγκεκριμένο επίθετο
an adjective that refers to a non-specific or unspecified quantity or quality of a noun
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αόριστο επίθετο, μη συγκεκριμένο επίθετο