Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
proper adjective
/pɹˈɑːpɚɹ ˈædʒɪktˌɪv/
/pɹˈɒpəɹ ˈadʒɪktˌɪv/
Proper adjective
01
κατάλληλο επίθετο, επίθετο που προέρχεται από ένα κύριο όνομα και χρησιμοποιείται για να περιγράψει ή να τροποποιήσει ένα ουσιαστικό
an adjective that is derived from a proper noun and is used to describe or modify a noun



























