Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Pulaski
01
ένα Pulaski, ένα εργαλείο που συνδυάζει μια λεπίδα παρόμοια με τσεκούρι στη μία πλευρά και ένα εργαλείο σκάψιμο παρόμοιο με αξίνα στην άλλη
a tool that combines an axe-like blade on one side and an adze-like digging tool on the other
Παραδείγματα
The firefighter used a Pulaski to dig a trench around the wildfire, preventing it from spreading further.
Ο πυροσβέστης χρησιμοποίησε ένα Pulaski για να σκάψει μια τάφρο γύρω από την πυρκαγιά, αποτρέποντάς την από το να εξαπλωθεί περαιτέρω.
After hours of clearing the trail, the hiker rested, his Pulaski resting beside him on the ground.
Μετά από ώρες καθαρισμού του μονοπατιού, ο πεζοπόρος ξεκούραστηκε, το Pulaski του ξεκουραζόταν δίπλα του στο έδαφος.



























