Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
hardwood flooring
/hˈɑːɹdwʊd flˈoːɹɪŋ/
/hˈɑːdwʊd flˈɔːɹɪŋ/
Hardwood flooring
01
παρκέ από σκληρό ξύλο, πάτωμα από συμπαγές ξύλο
a type of flooring made from solid hardwood boards, typically cut from a single piece of wood
Παραδείγματα
The living room has beautiful hardwood flooring that adds a warm, inviting feel.
Το σαλόνι έχει όμορφο παρκέ από σκληρό ξύλο που προσδίδει μια ζεστή, φιλόξενη αίσθηση.
The house was renovated with new hardwood floors throughout the entire first floor.
Το σπίτι ανακαινίστηκε με νέα παρκέ από σκληρό ξύλο σε όλο τον πρώτο όροφο.



























