Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to botch
01
καταστρέφω, κάνω χάλι
to do a task badly or carelessly, causing mistakes or damage
Transitive: to botch sth
Παραδείγματα
He completely botched the repair and made the leak worse.
Χάλασε εντελώς την επισκευή και έκανε τη διαρροή χειρότερη.
The company botched the product launch by failing to test it properly.
Η εταιρεία κατέστρεψε την κυκλοφορία του προϊόντος μη δοκιμάζοντάς το σωστά.
Botch
Παραδείγματα
Her botch in handling the presentation left the audience confused and unimpressed.
Κάθε λάθος στη διαχείριση της παρουσίασης άφησε το κοινό μπερδεμένο και μη εντυπωσιασμένο.
The botch in the calculations caused major discrepancies in the financial report.
Το λάθος στους υπολογισμούς προκάλεσε μεγάλες αποκλίσεις στην οικονομική έκθεση.
Λεξικό Δέντρο
botched
botcher
botch



























